- εὐδίδακτος
- εὐδίδακτοςdocilemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδίδακτος — εὐδίδακτος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διδάξει εύκολα, ο ευάγωγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διδακτός (< διδάσκω)] … Dictionary of Greek
εὐδίδακτον — εὐδίδακτος docile masc/fem acc sg εὐδίδακτος docile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιδακτότερα — εὐδίδακτος docile neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίδακτα — εὐδίδακτος docile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՋՈՒՍՈՒՄՆ — (սմունք.) NBH 2 0990 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c ա. εὑδίδακτος bene doctus εὑμαθής docilis. Քաջ յուսման կամ ուսեալ. քաջուշեղ. հանճարաւոր. ուշիմ. յարմար առ գիտութիւն եւ առ կրթութիւն. *Եթէ ոք ʼի վատթարաց այսպէս քաջուսումն եղեալ յանկարծօրէն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)